Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οι πολιτικές πεποιθήσεις

  • 1 убеждение

    убеждение с η πεποίθηση· το φρόνημα (мнение)' политические \убеждениея οι πολιτικές πεποιθήσεις
    * * *
    с
    η πεποίθηση; το φρόνημα ( мнение)

    полити́ческие убежде́ния — οι πολιτικές πεποιθήσεις

    Русско-греческий словарь > убеждение

  • 2 убеждение

    убежд||ение
    с
    1. (действие) ἡ πειθώ:
    действовать путем \убеждениеения ἐπιδρώ μέ τήν πειθώ· метод \убеждениеения ἡ μέθοδος τής πειθοῦς· легко поддаваться \убеждениеению πείθομαι εὔκολα·
    2. (мнение) ἡ πεποίθηση [-ις], τό φρόνημα, ἡ δοξασία· политические \убеждениеения οἱ πολιτικές πεποιθήσεις, τά πολιτικά φρονήματα· менять свой· \убеждениеения ἀλλάζω φρονήματα.

    Русско-новогреческий словарь > убеждение

  • 3 взгляд

    α.
    1. βλέμμα, ματιά.
    2. άποψη, γνώμη, ιδέα, πεποίθηση•

    политические -ы οι πολιτικές πεποιθήσεις•

    правильный взгляд σωστή άποψη•

    высказать свой взгляд λέγω τη γνώμη μου•

    на взгляд φαινομενικά, εξ όψεως•

    на мой взгляд κατά τη γνώμη μου•

    на первый взгляд εκ πρώτης όψεως•

    с первого -а από (με) την πρώτη ματιά.

    Большой русско-греческий словарь > взгляд

См. также в других словарях:

  • Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… …   Dictionary of Greek

  • πεποίθηση — η / πεποίθησις, ήσεως, ΝΑ τόλμη, θάρρος που πηγάζει από την πίστη σε κάτι ή από τη βεβαιότητα για κάτι («ἔχομεν τὴν παρρησίαν καὶ τὴν προσαγωγὴν ἐν πεποιθήσει διὰ τῆς πίστεως αὐτοῡ», ΚΔ) νεοελλ. 1. ακλόνητη πίστη και σταθερή βεβαιότητα για την… …   Dictionary of Greek

  • Αλεξάνδρου, Άρης — (Λένινγκραντ 1922 – Παρίσι 1978). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του ποιητή, πεζογράφου και μεταφραστή Αριστοτέλη Βασιλειάδη. Γεννήθηκε στη σημερινή Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας από Έλληνα πατέρα και Ρωσίδα, εσθονικής καταγωγής μητέρα. Το 1928 ήρθε με τους… …   Dictionary of Greek

  • Βράχας, Ιωάννης — (Ψιανά Ευρυτανίας 1910 – 1993).Εκπαιδευτικός και λογοτέχνης. Σπούδασε στο Διδασκαλείο Λαμίας και σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε διάφορα σχολεία της επαρχίας και της περιοχής Αθηνών. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση κατά την περίοδο 1941 44 …   Dictionary of Greek

  • Γιατροί Χωρίς Σύνορα — Ανεξάρτητη ανθρωπιστική οργάνωση, που έχει σκοπό την ανθρωπιστική αλληλεγγύη, και συγκεκριμένα την παροχή ιατρικής βοήθειας οπουδήποτε υπάρχει ανάγκη, ανεξάρτητα από φυλή, θρησκεία, πολιτικές πεποιθήσεις ή φύλο. Στόχος της επίσης είναι και η… …   Dictionary of Greek

  • Δαμβέργης, Ιωάννης — (Ηράκλειο Κρήτης 1862 – Αθήνα 1938). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά μετά την αποφοίτησή του ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Διετέλεσε διευθυντής του περιοδικού Εβδομάς και, για ένα διάστημα, της… …   Dictionary of Greek

  • Ζαμπέλιος — Επώνυμο οικογένειας συγγραφέων και λογίων, από τη Λευκάδα. 1. Γεώργιος (18oς αι.). Έγραψε την Ακολουθία των αγίων ενδόξων μεγάλων μαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. 2. Ιωάννης (Λευκάδα 1787 – Κέρκυρα 1856). Δραματικός ποιητής. Σπούδασε νομικά …   Dictionary of Greek

  • Ιμβριώτη, Ρόζα — (1898 – 1977). Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Σορβόνης και του Βερολίνου. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που… …   Dictionary of Greek

  • Κορνίλοφ, Λαυρέντια Γκεόργκιεβιτς — (Lavrentia Georgievich Kornilov, 1870 – 1918). Ρώσος στρατηγός. Καταγόταν από στρατιωτική οικογένεια. Σπούδασε στην Ακαδημία του Γενικού Επιτελείου, υπηρέτησε στο Τουρκεστάν και έλαβε μέρος στον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο του 1904 5. Διετέλεσε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Λουντέμης, Μενέλαος — (Κωνσταντινούπολη 1915 – Αθήνα 1977). Λογοτέχνης. Εμφανίστηκε στον χώρο της λογοτεχνίας το 1934 και έγραψε σημαντικό αριθμό έργων (διηγήματα, μυθιστορήματα, ποιήματα): Τα πλοία δεν άραξαν (1938), Γλυκοχάραμα (1944), Αυτοί που φέρανε την καταχνιά… …   Dictionary of Greek

  • Πασαλίδης, Ιωάννης — (Σάντα Τραπεζούντας 1886 – Θεσσαλονίκη 1968). Έλληνας πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πετρούπολης και από νωρίς πήρε μέρος σε πολιτικοκοινωνικούς αγώνες. Μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, προσχώρησε στο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»